του Μιχάλη Χριστοδουλίδη
Τομεάρχη Ενέργειας και Υποδομών
Μηχανολόγος Μηχανικός του ΑΠΘ
Η αρχή της αποβιομηχάνισης της χώρας άρχισε μετά την μεταπολίτευση.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις από τότε και μέχρι πριν μερικά χρόνια από την στιγμή που η χώρα μπήκε στο κλάμπ του σκληρού νομίσματος δημιούργησαν τις οικονομικές συνθήκες , ώστε το κόστος του χρήματος για την βιομηχανία να γίνει απαγορευτικό, σέρνοντας ταυτόχρονα υψηλούς πληθωρισμούς.
Η προστιθέμενη αξία στη βιομηχανία, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, μειώνεται τόσο στην ευρωζώνη όσο και σε κάθε χώρα - μέλος της ξεχωριστά από τη δεκαετία του 1970 και μετά.
Το ποσοστό που κατέχει η βιομηχανική παραγωγή στο ΑΕΠ της ΕΕ βρίσκεται στο 16% σήμερα. Στην Ελλάδα, η βιομηχανική παραγωγή, κατέχει κάτω από το 10% του ΑΕΠ της.
Οι δυτικές βιομηχανίες μεταφέρθηκαν στην ανατολική Ευρώπη και την άπω ανατολή εξαιτίας του περιορισμού του εργατικού κόστους αλλά και της άρσης των περιορισμών (δασμοί) στην κίνηση των κεφαλαίων και των αγαθών. Από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2008, η Ευρωπαϊκή βιομηχανία αντιμετωπίζει μείζον πρόβλημα καθώς δεν καταφέρνει να αντικαταστήσει την ραγδαία πτώση της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα στην ευρωζώνη με τις πωλήσεις της σε τρίτες, αναπτυσσόμενες χώρες, όπως είναι η Κίνα και η Ινδία.
Είναι γεγονός πάντως ότι μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων στην Ελληνική βιομηχανία και γενικότερα στην μεταποίηση, που συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται ακόμα, από τη δεκαετία του 2000, είτε περιόρισαν την παραγωγή τους δίνοντας βάρος στις εισαγωγές και εμπορία, είτε μετατράπηκαν σε κατεξοχήν εισαγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις, είτε μετέφεραν τις δραστηριότητες και έδρα τους στο εξωτερικό, κυρίως σε χώρες των Βαλκανίων.
Όλα άρχισαν κυρίως από την δεκαετία του 80, αρχίζει να δημιουργείται έντονα η εμφάνιση των προβληματικών βιομηχανιών, τα πρώτα λουκέτα πλέον είναι πραγματικότητα, οι απολυμένοι πλέον μετατρέπονται σε στρατιές δημοσίων υπαλλήλων και ταυτόχρονα εμφανίζεται το συνδικαλιστικό κίνημα με τις στρεβλώσεις που όλοι μας γνωρίσαμε,εκβιάζοντας,ομηρεύοντας εργοδοσίες και επενδύσεις, προς εξυπηρέτηση συντεχνιακών συμφερόντων με την ανοχή των δήθεν προοδευτικών κυβερνήσεων, αφού και οι δύο πλευρές συνδικάτα και κόμματα εξουσίας εξυπηρετούσαν το ίδιο στόχο, την αποβιομηχανοποίηση, την τεχνητή αποδόμηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα ή μετάλλαξη πλέον της υγιής επιχειρηματικότητας σε σκελετούς μαράζωσης και παρακμής να γίνεται πραγματικότητα.
Την ίδια στιγμή ξεκινάει σε εφαρμογή το σχέδιο δημιουργίας του μεγάλου κράτους με την δημιουργία πολλών και τεράστιων δημοσίων οργανισμών παροχής υπηρεσιών, πολλούς από αυτούς δεν είχαν ουσιαστικό αντικείμενο, αλλά μόνο διοικητική και οργανωτική υπόσταση για να διορίζονται οι ελεγχόμενοι κομματικοί στρατοί ψηφοφόρων.
Έτσι φτάνοντας στην σημερινή δεκαετία, με ένα υψηλό κόστος στην αγορά ενέργειας , στην εισαγωγή πρώτων υλών, στον εκσυγχρονισμού των γραμμών παραγωγής και φυσικά στην αδυναμία αντικατάστασης του τεχνολογικά απαξιωμένου εξοπλισμού , έρχεται να προστεθεί και η μη φιλική αντιμετώπιση από το κράτος σε ότι αφορά την καινοτομία και την έρευνα.
Ο ιδιωτικός τομέας διακρίνεται από κουλτούρα εσωστρέφειας στηρίζοντας τη βιωσιμότητα του στην ισοπεδωμένη πλέον εσωτερική κατανάλωση και το αδύναμο δημόσιο.
Το εκπαιδευτικό σύστημα απαξιώνεται συνεχώς, η μη σύνδεση των ανώτατων ιδρυμάτων της χώρας, αλλά κυρίως των τεχνολογικών ιδρυμάτων με την έρευνα και τις απαιτήσεις της αγοράς και των σύγχρονων τεχνολογιών, καθώς και το ασταθές φορολογικό σύστημα και η πλήρη απουσία κινήτρων συμβάλουν στην πλήρη απαξίωση της κάθε μορφής κινητροδότησης της βιομηχανικής επένδυσης. Δεν υπάρχει δικαίωμα στην αποτυχία και ο Έλληνας, εξαιρετικά φοβισμένος, δεν είναι διατεθειμένος να αναλάβει το όποιο ρίσκο
Είχαμε βιομηχανία. Μια χώρα παραγωγική.
Κάποιοι συνέβαλαν διαχρονικά ώστε αυτή η μικρή χώρα που είχε καταφέρει να αναπτύξει αξιόλογη βιομηχανία να περάσει σιγά-σιγά στη μετεξέλιξή της σε οικονομία υπηρεσιών και εμπορίου. Και ένας πολύ χαρακτηριστικός συμβολισμός μπορεί να θεωρείται η ύπαρξη ενός μεγάλου σούπερ-μάρκετ σε δρόμο της Καλλιθέας στην Αθήνα, εκεί που κάποτε λειτουργούσε εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, όπως αυτά της Eskimo και της Izola.
Τι πρέπει να γίνει χθες
Αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για την αδειοδότηση νέων βιοτεχνικών και βιομηχανικών μονάδων, με στόχο να περιοριστεί όλη αυτή η δαιδαλώδης γραφειοκρατία και η πολυνομία, που πολλές φορές ο ένας νόμος, ή η μια υπηρεσία αντικρούει την άλλη.
Δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών, ειδικά σε βιομηχανικές μονάδες που εφαρμόζουν καινοτόμες τεχνολογίες και παράγουν υψηλής τεχνολογίας προϊόντα.
Ειδικά φορολογικά κίνητρα σε βιομηχανίες που αναπτύσσουν συστήματα και μεθόδους παραγωγής προϊόντων χρησιμοποιώντας πράσινη ενέργεια και οικολογικές τεχνολογίες.
Εκσυγχρονισμό της τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης, απομάκρυνση από τα διδακτικά προγράμματα, μαθήματα ξεπερασμένων τεχνολογιών και εισαγωγή νέων και σύγχρονων. Επιπλέον νέα προγράμματα κατάρτισης τεχνιτών, μηχανικών και στελεχών, προσαρμοσμένα στις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις παραγωγής και διοίκησης.
Αναβάθμιση των υφιστάμενων ΒΙΟΠΑ, σε δίκτυα (οπτικές ίνες, ψηφιακές υποδομές,κλπ), καθώς και σε αλλαγή του χωροταξικού και πολεοδομικού νομοθετικού πλαισίου, ώστε να επιτρέπει ευνοϊκότερους και πιο ευέλικτους όρους δόμησης σε σχέση με τον οικιστικό τομέα.
Προτεραιότητα στις βιομηχανικές επενδύσεις μέσα από τα διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα και κονδύλια του ΕΣΠΑ, επιπλέον άμεση προτεραιότητα πρέπει να είναι η ίδρυση μιας Τράπεζας Βιομηχανικών Επενδύσεων.
Όλα τα κτηριακά κουφάρια των πρώην βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων να ενταχθούν σε ειδικό πολεοδομικό και φορολογικό πλαίσιο για την αξιοποίηση τους, ώστε να δοθούν κίνητρα για την ανακαίνιση και τον εκσυγχρονισμό τους με διαδικασίες εξπρές, πάντα στα πλαίσια εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων.
Τα περισσότερα από τα ως άνω αναφερόμενα δεν θέλουν χρήμα, θέλουν μόνο πολιτική βούληση και σκληρή νομοθετική δουλειά με την βοήθεια ειδικών επιστημόνων της αγοράς και όχι μόνο ακαδημαϊκών και ειδικών συμβούλων υπουργών.