του Παναγιώτη Λελιάτσου
Πολιτευτή Ν. Έβρου
Το 1975 στο Ελληνικό κοινοβούλιο με συνεργασία των τότε υπουργών Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα και Οικονομικών Ευάγγελου Δεβλέτογλου, ψηφίστηκε ο Νόμος 128 ο οποίος επέβαλε μια ποσοστιαία επιβάρυνση στα πάσης φύσεως επιτόκια καταναλωτικών, επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων. Σκοπός της περίφημης εισφοράς του Ν. 128/75 ήταν να δημιουργηθεί ένας "κουμπαράς" ο οποίος θα πριμοδοτούσε τον δανεισμό των εξαγωγικών επιχειρήσεων ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικές οι εξαγωγές της χώρας. Σήμερα ο σκοπός αυτός δεν υφίσταται πλέον, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγορεύει την πάσης φύσεως πριμοδότηση οποιασδήποτε επιχειρήσεως, στα πλαίσια της ίσης μεταχείρισης. Όμως, η εισφορά του Ν. 128/75 ακόμη και σήμερα εισπράττετε παρανόμως δίχως να έχει την εφαρμογή του νόμου που ψηφίστηκε. Η επιβάρυνση που φέρνει σήμερα στα επιτόκια των καταναλωτικών και των επιχειρησιακών δανείων είναι 0,60% ενώ στα στεγαστικά δάνεια 0,12%. Το οξύμωρο είναι ότι, εφ' όσον η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιτρέπει τις επιδοτήσεις των εξαγωγικών επιχειρήσεων, τα έσοδα από την συγκεκριμένη εισφορά δεν μπορούν να καταγραφούν στον προϋπολογισμό του κράτους. Πού πάνε τότε; Τηρούνται σε ειδικό λογαριασμό "εκτάκτων εσόδων" του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι να διοχετευθούν όπου αποφασίσει η Κυβέρνηση;
Πρώτο στοιχείο: το κράτος μαζεύει περισσότερα λεφτά με τούτη την εισφορά από όσα του προσπορίζει ο φόρος 10% που επιβάλλεται στους τόκους των καταθέσεων, των ομολόγων και των repos. Το στατιστικό δελτίο της Τραπέζης της Ελλάδος αναφέρει ότι στο ενδεκάμηνο Ιανουάριος-Νοέμβριος 2016 τα έσοδα από την εισφορά του Ν. 128/75 ανήλθαν σε 672 εκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα, τα στοιχεία του προϋπολογισμού αναφέρουν ότι οι φόροι από τόκους ανήλθαν καθ' όλο το 2016 σε σκάρτα 400 εκατομμύρια ευρώ και, μάλιστα, προβλέπεται μείωση για το 2017! Δεύτερο στοιχείο: όλα τα τραπεζικά δανειακά προϊόντα που διατηρούν χαμηλές τοκοχρεωλυτικές δόσεις παρατείνουν ουσιαστικά τον χρόνο αποπληρωμής του δανείου και, συνεπώς, αυξάνουν το ποσό που εν τέλει θα καταβάλει ο δανειολήπτης ως εισφορά. Συνεπώς, το κράτος έχει συμφέρον να διατηρούνται υψηλά τα επίπεδα δανεισμού των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Μετριοπαθείς υπολογισμοί προσδιορίζουν την συνολική επιβάρυνση των δανειοληπτών λόγω του Ν. 128/75 σε 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την τελευταία πενταετία. Τρίτο στοιχείο: η επιβολή φόρου ή εισφοράς άνευ λόγου (εκτός αν αποτελεί λόγο το "δώστα μου και θα δω τι θα τα κάνω") αποτελεί παράδειγμα απάτης παγκόσμιας πρωτοτυπίας, ευθεία αντίθεση στις διεθνώς παραδεκτές -θεσμοθετημένες ή μη- αρχές δικαίου. Αισιοδοξώ ότι η εν λόγω προσφυγή μου στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα θα είναι αιτία άμεσης κινητοποίησης από αυτά και θα επιβάλλει στο Ελληνικό δημόσιο την πλήρη εναρμόνιση της κοινοτικής νομοθεσίας. Συμπέρασμα: η εισφορά του Ν. 128/75 αποτελεί καθαρό χαράτσι το οποίο επιβαρύνει άνευ λόγου και αιτίας το κόστος δανεισμού των δανειοληπτών και το οποίο -κατά πάσα πιθανότητα- συνιστά παράνομη πράξη επενδεδυμένη τον μανδύα της νομιμότητας.